top of page
Search

α

ΠΕΡΙΣΤΑ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣ

Θα ανηφορίσω Ανινο, στον Ψώριαρη θα πάω, θα σκαρφαλώσω χάραμα ψηλά στην άι-Σωτήρα Στο Ξηροβούνι ολόκορφα θα ψιλοτραγουδάω Καθώς το αετίσιο μάτι μου θα σεργιανάω τριγύρα. .................... Με περηφάνεια θα τηράω τα Κράβαρα τα δόλια Κι απ’ το ψηλότερο βουνό να με αφουγκραστείτε: Οι πρόγονοί μου χάθηκαν από τουρκώνε βόλια Φωνάζοντας θεριόψυχοι: «Στην κάρα να βαρείτε!» Θανάσης N. Παπαθανασόπουλος


Παρά τις προσπάθειες διαπρεπών γλωσσολόγων, δεν κατορθώθηκε να βρεθεί η ετυμολογία του τοπωνύμιου Περίστα. Δεν υπάρχει στις σελίδες κανενός σλάβικου λεξικού ούτε του ειδικού έργου του Μαξ Βάσμερ που περιέχει σλαβικά τοπωνύμια. Παρά ταύτα ο καθηγητής Δρανδάκης ισχυρίζεται πως το τοπωνύμιο είναι Ελληνικό και αποτελεί συγκοπή της λέξης περίστασις. Με το όνομα αυτό(Περίστασις) άλλωστε, υπαρχουν αρκετά χωριά στον βορειοελλαδικό χώρο, και ένα στην Ανατολική Θράκη, εκεί που αρχίζει η χερσόνησος της Καλλίπολης . Κατά την άποψη των συντακτών του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών, στην Περιστα ενδεχομένως υπήρχε ναός της θεάς Περιστάσεως και το όνομα να συγκόπηκε όπως λ.χ. στη λέξη χωριάτισσα - χωριάτα, Περίστασις - Περίστα. Αποκλείουν όμως τελείως την εκδοχή το όνομα να είναι σλάβικο Στον χάρτη που τυπόθηκε το 1886 στη Λειψία με τον τίτλο « Ο Ατλας του υπέρ Ανεξαρτησίας ιερού των Ελλήνων Αγώνος », έργο του Ρώσου φιλέλληνα Πετρώφ, η Περίστα αναφέρεται ως Βερίστα (βλ.περ.«Στερρά Ελλάς» αριθ. 260 του 1991). Στα λατινικά η λέξη perusta Σημαίνει «καμμένη γη» είτε απο φωτιά είτε απο μεγάλο ψύχος.Perusta ossa, σημαίνει καμμένα οστά. Στο «Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής » του Σταματάκου αναφέρεται ο τύπος περίστην,που επικρατεί στον ενεργητικό αόριστο β΄ του ρήματος περιίστιμι (περιίσταμαι εν κύκλω, στέκω τριγύρο), αντί του νεώτερου περιέστην. Την ίδια έννοια έχουν και οι λέξεις περισταίνω και περιίστιμι στο «Ομηρικόν Λεξικόν» πανταζίδου. Τέλος η λέξη περίστατος στον Σταματάκο σημαίνει κοσμώ δια στιγμάτων ολόγυρα Όμως δεν πρέπει να δίνουμε κάποτε και ιδιαίτερη σημασία στο όνομα της Περίστας για να αντλήσουμε εθνολογικά συμπεράσματα, αφού την απάντηση την έχει δώση με σαφήνεια η ιστορία. Οι Περιστιάνοι είχαν ανέκαθεν Ελληνική συνείδηση και η λαλιά τους δεν ήταν άλλη από την Ελληνική και μάλιστα στη λιτή δωρική της εκδοχή. ----------------------------------------------------------- Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ (297 μ.Χ. - 373 μ.Χ.)και ΤΟ ΘΑΜΑ .....ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΠΕΡΙΣΤΙΑΝΩΝ Απολυτικίον Του Αγίου-Ηχος Γ΄ « Στύλος Γέγονας Ορθοδοξίας Θείοις δόγμασιν υποστηρίζων Την Εκκλησίαν, Ιεράρχα Αθανάσιε. Τωγαρ Πατρί τον Υιόν ομοούσιον ανακηρύξας, Κατίσχυνας Αρειον. Πάτερ όσιε, Τον Χριστόν Τον Θεόν Ικέτευε, Δωρήσασθε ημίν το μέγα έλεος.

Ο Μέγας Αθανάσιος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 297 μ. Χ. Επειτα από καλές σπουδές, εχειροτονήθηκε Διάκονος στην Αλεξάνδρεια. Την εποχή εκείνη άρχισαν μερικοί να διδάσκουν εσφαλμένες διδασκαλίες περί του Ιησού (Χριστού). Ενα τέτοιο πρόσωπο ήταν ένας ιερέας από την Αλεξάνδρεια, του οποίου το όνομα ήταν Αρειος. Καίτοι ο Αθανάσιος ήταν νεώτερος, όμως βοήθησε τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας να κατανοήσει ότι οι διδασκαλίες του Αρείου ήταν εσφαλμένες. Γρήγορα οι διδασκαλίες αυτές του Αρείου διαδόθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλα μέρη του Χριστιανισκού κόσμου. Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μέγας κάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο το 325 μ. Χ., να αποφασίσει η Εκκλησία μιά γιά πάντα, ποιές ήταν οι σωστές διδασκαλίες περί του Ιησού. Οι χριστιανοί άρχισαν να χωρίζονται μεταξύ τους σε δυο παρατάξεις. Επειδή ο Αθανάσιος έγραψε τόσα πολλά περί του θέματος προσκλήθηκε και εκείνος να συμμετάσχει στην Σύνοδο. Η Σύνοδος αποδέχτηκε εκείνο που όριζε και εξήγησε περί του Ιησού ο Αθανάσιος. Το 326 μ. Χ. Ο Αθανάσιος έγινε Πατριάρχης Αλεξανδρείας, αλλά συνάντησε ταλαιπωρίες και ψυχικά άλγη. Καίτοι η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος απαφάσισε ποιές ήταν οι σωστές διδασκαλίες περί του Ιησού, χρειάστηκε αρκετά χρόνια για τους χριστιανούς της Αιγύπτου και αλλαχού να δεχτούν τις αποφάσεις. Για σαράντα πέντε χρόνια ο Αγιος Αθανάσιος συνέχισε να μάχεται για την πίστη του και στάλθηκε δέκα φορές στην εξορία. Ο Αγιος Αθανάσιος τέλος πέθανε στην εξορία το 373 μ. Χ. Η εκκλησία τελικά κέρδισε με τον τρόπο που ο Αγιος προσδιόρισε τις διδασκαλίες. Αυτές τις διδασκαλίες βρίσκουμε στα επτά άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως, τα οποία απαγγέλουμε σε κάθε Θεία Λειτουργία κάθε Κυριακή. «Ο Αγιος Αθανάσιος ανήκει εις τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας, Ιεράρχης και τυγχάνει προστάτης της Περίστας και των απανταχού Περιστιάνων.

ΤΟ ΘΑΥΜΑ

Το 1824 χάθηκε ο Μάρκος Μπότσαρης στη Χελιδόνα του Καρπενισιού. Τα Τουρκικά στρατεύματα τραβήξανε για το Μεσολόγγι. Περάσανε απο την Περίστα και οι κάτοικοί της φύγανε κατά τις σπηλιές ενός διπλανού βουνού, του Ανίνου. Από εκεί πάνω λοιπόν βλέπανε τις τούρκικες ορδές στη ράχη της τοποθεσίας Σταυρούλης και χαρούμενοι γιατί ξέφυγαν τον κίνδυνο, φωνάζανε: Τούρκοι Τούρκοι στο Σταυρούλη πεζοί, καβαλλαρέοι. Η φράση αυτή σώζεται ως σήμερα.

Μιά σχετική παράδοση με το φευγιό των κατοίκων της Περίστας και την καταφυγή τους στις σπηλιές είναι κι αυτή: Εκεί που βρισκόνταν μέσα στις σπηλιές, παρουσιάστηκε ένας γέροντας με κυματιστά σταχτιά μαλλιά, διχαλωτά γένια και με ολοφώτεινα ρούχα. Ο γέρος αυτός με νοήματα έδωσε στους Περιστιάνους να καταλαύουν πως πρέπει να αδειάσουνε τις σπηλιές, γιατί θα γινότανε μεγάλο κακό. Τότε τα γυναικόπαιδα χύθηκαν έξω από την μεγαλύτερη σπηλιά, που σε λίγο έγινε θρύψαλα. Οι χωριανοί σώθηκαν Ο Αηθάνασης έκανε το θάμα Του, λέει η τοπική παράδοση, γιατί ο φωτεινός γέροντας δεν ήταν άλλος από τον Αγιο Αθανάσιο!!!» Θανάσης N. Παπαθανασόπουλος Περίστα Ναυπακτίας Ιστορικά- Λαογραφικά -------------------------------------------------------------------------------------------

* ΙΣΤΟΡΙΑ * Οι Περιστιάνοι Στα δύσκολα χρόνια του Μεγάλου πολέμου ΠΕΡΙΣΤΑ ΝΥΦΗ ΤΗΣ ΑΙΤΩΛΙΑΣ

Αντρες γυναίκες περπατούν στα γιορτινά ντυμένοι Πρός την Περίστα ροβολούν Την χιλιοτραγουδισμένη. .......... Πές μας, βλαχoπούλα όμορφη, που πέφτει η ξακουστή Περίστα που βγάζει λεβέντες σταυραετούς Και λυγερά κορίτσα; ......... Τηράτε πέρα στην πλαγιά πέρα στα σταυροδρόμια αυτή είναι η Περίστα η ξακουστή Με τα ψηλά μπαλκόνιαΠάνω στο Ζυγό ξαγνάντεψαν Και στην Αγιά-Σωτήρα Μια βοσκοπούλα συναντούν Κρατά την κλαδευτήρα... .......... Την καμαρώνουν τα βουνά οι νιές την τραγουδάνε κι οι σταυραετοί στην ξενιτιά Ποτέ δεν την ξεχνάνε. ......... ΤΡΥΦΩΝ Ν: ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ Περίστα 16 Μαΐου 1998

Στην Βορειοδυτική, γωνιά της κακοτράχαλης Ναυπακτίας, εκεί που σμίγουν τα σύνορα με την Ευριτανία και την Τριχωνίδα, Κείτετε η Περίστα, 200 άσπρα σπιτάκια, σκαρφαλωμένα το ένα πάνω στο άλλο, στην απότομη (30 μοιρών και 45 μοιρών κλίση) μια καταπράσινη δυτική πλαγιά του Ξεροβουνιού. Ενα μικρό πλάτωμα στα πόδια της, απο το Σταυρούλι, προς τα Προσήλια, και μέχρι την Καρούλα, δίνει στο χωριό την ψευδαίσθηση της ευσταθείας και της σιγουριάς. Στη πραγματικότητα, αυτό αποτελεί ένα χωμάτινο στεφάνι, που κρύβει την αποκάτω άβυσσο, τις ιλιγγειόδεις χαράδες του Λιδωρά της Τσόκας και της Μεγάλης Σάρας, που σχεδόν κατακορύφως οδηγούν στα μαυροπράσινα νερά του Κάκκαβου και του Φείδαρι. Γύρω γύρω ζώνεται απο πανύψελες οροσειρές, με χαρακτηριστική φυτεία, τις αριές (δρυς ή αρία), τα γαύρα, τα κέδρα και τα έλατα, τη γυμνή αλπική ζώνη στην κορυφή και τα στιβαχτά χιόνια κατά το χειμώνα.

Σαν από αητοφωλιές αγναντεύουν το ένα το άλλο τα χωριά μας, η Περίστα βλέπει τον Πέρκο, την Κόνισκα και την Κόκκινη, ο Πλάτανος, την Δορβτσιά και την Πωκίστα και παρακολουθούν ευδιάκριτα την κίνηση των χωρικών και πολλές φορές, αφουγκράζωται τις φωνές και τα γλέντια τους. Αναμεταξύ τους ομως χωρίζονται απο το χάος του κρημνού και οι βαθειές και απότομες χαράδρες εμποδίζουν την εύκολη επικοινωνία των ανθρώπων. Και στο μυαλό του ανύποπτου ξένου παρατηρητή, δημιουργείται η εύλογη απορία: Πότε άραγε, και για ποιό σκοπό, ήλθαν οι άνθρωποι αυτοί και κατώκησαν τ΄αφιλόξενα αυτά κατσάβραχα;

Η φυσική ομορφιά ειναι αρρενωπή και μεγαλοπρεπή, η λεβεντιά και ο λάγαρος ανθρωπισμός, λες και φυτρώνουν αυτόματα στην οργιώδη βουνίσια βλάστηση, τον ζωογόνο καθαρό αέρα και τις γάργαρες νερομάνες. Αλλά ο άνθρωπος για να ζήσει και ν΄ ακμάσει, χρειάζεται ψωμί και άλλη ζωική και φυτική τροφή, μαζί με τον αγνό αέρα και το κρύο νερό.

Ψυχορραγεί δημογραφικώς η Περίστα και την ίδια μοίρα ακολουθούν χιλιάδες, τουλάχιστον, ορεινές κοινότητες και οι εξήντα, περίπου απο τις 150 επαρχίες της χώρας μας, που χάνουν συνεχώς τον πληθυσμό τους, απο τη μια απογραφή στην άλλη. Αργοπεθαίνει το Ελληνικό χωριό, ο προαιώνιος αυτός θεματοφύλακας της λεβεντιάς, της προγονικής αρετής και του ιδιότυπου χαρακτήρος της φυλής μας. Χάνεται ίσως το χωριό ως θεσμός, αλλ΄ όχι και ο Ελληνισμός, με τις πανάρχαιες αξίες του. Αυτός αιώνιο είδωλο του θρυλικού Οδυσσέα, ταξιδεύει σε νέες πολιτείες και ξένες χώρες, όπου γίνεται καταβολάδα και σπόρος για την άνθηση νέων αποικιών με τροφαντά βλαστάρια, που κατέχουν σε αδιάσπαστο σύνολο, τους προγονικούς καλούς γόνους και τους πλουσιότερους χυμούς του νέου περιβάλλοντος.

Αποικίες της Περίστας, Βρίσκονται σήμερα στο Θέρμο, το Αγρίνιο, τη Ναύπακτο και το Μεσολόγγι, στην Πάτρα, την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και σ΄ολλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδος,στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και την Αυστραλία. Μερικές απ΄τις αποικίες αυτές, κρατούσαν ακόμα την αίγλη της παλιάς των ευημερίας. Αλλ΄ο κόσμος και ιδία οι μανάδες, είχαν ήδη γνωρίσει καλλίτερους τόπους και πιό πρόσφορες συνθήκες, για την ανάπτυξη και την μόρφωση των παιδιών τους. Ετσι άρχισε η «σύν γυνεξί και τέκνοις» έξοδος των Περιστιάνων και η εγκατάλειψη του ωραίου χωριού των.

Εν τω μεταξύ, έφθασε στο χωριό ο αυτοκινητόδρομος απο το Θέρμο και κατόπιν, με διακλάδωση προς τον Πλάτανο, ηνώθη με την επαρχιακή οδό Ναυπάκτου Καρπενησίου. Τελευταίως το χωριό απέκτησε σύγχρονο υδραγωγείο και αγροτικό ιατρείο, αλλ΄ η φυγή των κατοίκων εξακολουθεί. Και η ερήμωση του χωριού μεγαλώνει, όπως φαίνεται στα κατωτέρα στοιχεία.

Αργότερα με την κατάκτηση των Ρωμαίων και τον σχηματισμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όταν οι δρόμοι πήραν προτεραιότητα στο πρόγραμμα του κράτους, πάλιν μέσω Περίστας εγίνετο η επικοινωνία των ομόρων επαρχιών. Τα ερυθρόμορφα γεωμετρικά εγχάρακτα αγγεία του νεκροταφείου και τα χάλκινα όπλα και σκεύη που ανέσκαψεν ο Παπανικόλας, όταν κατα τους Βαλκανικούς πολέμους εφύτευσε τ΄αμπέλια του στα Προσήλια, τα μεγάλα πειθάρια που βρέθηκαν λίγο παλαιότερα στη θέση Λαϊνάκια, ο βυζαντινός πύργος πάνω απο τον Αη-λιά, που ήλεγχε το δρόμο επί πέντε ολόκληρα χιλιόμετρα, απο το Ζυγό μεχρι το Σταυρούλι και τη Μεγάλη Σάρα, τα ίχνη παλαιών οικοδομών και πλούσιας βιοτεχνίας, που συναντώνται ακόμη στη θέση Λάκοι (Λάκκ’ς) όλα αυτά τα άφωνα σημάδια, διηγούνται μια μακρά και εύγλωττη ιστορία περιόδων ακμής και παρακμής του πανάρχαιου χωριού.

Δεκαεπτά μεγάλες οικογένειες, επτά ιερείς και τρείς εκκλησίες είχεν η Περίστα, στις αρχές του 18ου αιώνος. Το χωριό τότε ητο χτισμένο χαμηλότερα απο το σημερινό, στο πλάτωμα μεταξύ Λάκκ’ς, Καλλικρανιάς και Κοκκαλιάρας, όπου διακρίνονται ακόμα θεμέλια παλιών σπιτιών και αυθονία κεραμιδιών.

Πολιούχο είχε τους Αγίους Αποστόλους, μια χαριτωμένη εκκλησία βυζαντινού ρυθμού, που βούλιαξε και εχάθη κατά την καθίζηση του 1917. Μια μικρότερη εκκλησία ήτο στα Μαντζοδημητρέϊκα, κοντά στη Βρύση Κωσταίων, και η τρίτη που αργότερα έγινε η μητρόπολη του χωριού, εκείτο πίσω από τον παλιό Αη-Θανάση, όπου σώζεται ακόμη το καλοχτισμένο Ιερό της Βήμα.

Πρωτόπαπας και Πατριαρχικός Εξαρχος ήταν ο περίφημος Παπαϊνάκης-Οικονόμος, από τη γενιά του οποίου προήλθαν όλοι οι μετέπειτα παπάδες του χωριού με τελευταίους αντιπροσώπους τον Παπαγεώργη, τον Παπαηλία και τον αείμνηστο Παπανικόλα, που επί μία ολόκληρη τριακονταετία, υπηρέτησε την Κοινότητα, σαν ιερωμένος και πολιτικός αρχηγός, σαν πρακτικός ιατρός και κτηνίατρος, σαν μηχανικός και γεωπόνος. Ο Παπαϊνάκης που πέθανε μετά την απελευθέρωση σε βαθύ γήρας ( 1745-1830 ) ήταν ο μόνος στην ορεινή Ναυπακτία που διέθετε «οντά » αρχοντικό δηλαδή κατάληλο για φιλοξενία και κρυφές συσκέψεις. Στην πλατειά λιθόστρωτη αυλή του, ξεπέζευαν τότε λογιών λογιών απεσταλμένοι της εκκλησίας, των καπετανάτων και των οπλαρχηγών, κατά τα γόνιμα εκείνα χρόνια, που «κατεπιάνοντο τα προζύμια» της Επαναστάσεως.

Μετά την Επανάσταση, το χωριό ανασυντάχτηκε και γνώριζε την ευημερία, που κράτησε περίπου μέχρι των αρχών του παρόντος αιώνος. Ολες οι γύρω πλαγιές απο την Κεχρινιά, τα Λακώμματα και την Αντρονιά (άντρον), από ψηλά, μέχρι τα χαμηλότερα Πλατανιά, Ξυλοκούνια, Αρτηλάκκα, Παναγιά, Παπανδριά, Παλιοφυτειά, Πέρτα τ΄αλώνη, Λιδωρά, Καρούλα, Καψάλα και Ξηρόρεμμα εκαλλιεργούντο με καλοκτισμένες αναχωματιές (δέματα). Τα προιόντα (σιτάρι, κριθάρι,καλαμπόκι, φασόλια, φακές, ρεβίθια, κηπουρικά και φρούτα, ιδίως σταφύλια, καρύδια, μήλα, αχλάδια, κεράσια), ήσαν αρκετά για την επιτόπιο κατανάλωση και πολλές φορές, επερίσσευαν για εξαγωγή.

Πλούσια κοπάδια αιγοπροβάτων, βόδια και αγελάδες, μουλάρια, γουρούνια και κότες τόνιζαν με την άφθονη παρουσία τους, την αρχοντιά και την οικονομική άνεση των κατοίκων, οι οποίοι πωλούσαν, στα γύρω χωριά, σιτάρι και κρασί, φρούτα και τυροκομικά προϊόντα δέρματα ζώων και ξυλοτεχνικά εργαλεία. Αλλά το μεγαλύτερο εισόδημα της Περίστας επήγαζε απο το κουκούλι (μεταξοσκώληκα), που το πωλούσαν ακριβά στους πραματευτάδες, που έφθαναν κάθε τόσο απο την μακρινή Πάτρα ή την Αθήνα. « Αθηναίος δημοσιογράφος που επεσκέφθη την εποχή εκείνη για πρώτη φορά την Περίστα, θαμπωμένος απο την πλούσια κοινοτική εμφάνιση, τα περικαλλή κτίρια της εκκλησίας και του σχολείου, τα δίπατα καλοχτισμένα σπίτια, τις πέτρινες βρύσες, τους λιθόστρωτους δρόμους και το κεφάτο ξεμάντωμα των κατοίκων στη μεγάλη πλατεία, αλλά ξαφνιασμένος απο την έλειψη γεωργικής παραγωγής ή άλλης πλουτοπαραγωγικής πηγής, έγραψε ενδιαφέρουσα ανταπόκριση για την Περίστα με τον εντυποσιακό τίτλο: « το φτωχότερο χωριό της Ελλάδος με τους πλουσιότερους κατοίκους».(Εφημ. ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ,4 και 5 Απριλίου 1957).

Τίποτε απο τα παραπάνω δεν υπάρχει πιά στην σημερινή Περίστα. Χωρίς σπαρτά, κήπους και φρούτα, σχεδόν χωρίς στάνες και οικόσιτα ζώα, χωρίς κουκούλια ή άλλη ορατή παραγωγή, η Περίστα συνθέτη την επιγραμματική διαπίστωση του Αθηναίου δημοσιογράφου, που την απεκάλεσε «το φτωχότερο χωριό της Ελλάδος με τους πλουσιότερους κατοίκους», Γιατί άραγε, άλλαξε το κλίμα της Περίστας ή η νοοτροπία των πάντοτε εργατικών παιδιών της;

Η πρώτη και πιο αποφασιστική αιτία ήτο μια κατακλυσμική θεομηνία, ή κατολίσθηση δηλαδή ενός τρίτου περίπου της πλαγιάς του Ξεροβουνιού, κάτω απο τα Ελατα, που σύρθηκε 500 περίπου μέτρα προς τα κάτω και έφραξε το χείμαρο Κάκκαβο, σε έκταση τριών περίπου χιλιομέτρων. Τα εγκλωβισμένα νερά έσκασαν κάποτε το χωμάτινο φράγμα και άφησαν, προς το μέρος του Πέρκου, ένα βουνό απο κοκκινόχωμα του Ξεροβουνιού, ευδιάκριτη κηλίδα μέσα στο αρχιλόχωμα του Ψώριαρη.

Η γιγαντιαία αυτή κατολίσθηση (πολύ μεγαλύτερη απ΄εκείνη που έγινε στην αρχαιότητα, δώθε απο το Σταυρούλι), κατέστρεψε το δρόμο και ανακάτεψε απελπιστικά, κτήματα, δέντρα και ιδιοκτησίες. Κήποι και χωράφια των Μπακαλαίων, βρέθηκαν σε Τσουγκρανέϊκη ιδιοκτησία και ο μακροχρόνιος καυγάς που ακολούθησε, κατέληξε σ΄έναν αφορισμό: «ποτέ να μη συμπεθερέψουν οι δυο οικογένειες». Η κατολίσθηση εκείνη έγινε πριν 150 περίπου χρόνια ( αυτή την ηλικία δείχνουν τα πολλά πλατάνια που φύτρωσαν μετά την καταστροφή), αλλ΄ ο κόσμος θυμήθηκε τον αφορισμό όταν, πριν από χρόνια, μια όμορφη Μπακαλοπούλα, παντρεμένη με ενα Τσουγκράνη, πέθανε 40 ημερών νύφη, χωρίς προφανή αρρώστια!.

Η κατολίσθηση αυτή εκλόνισε θανάσιμα και την όλλη οικονομία του χωριού. Εως τότε, μια πλούσια νερομάνα (μεγάλο αυλάκι), έφερνε στη Γκιώνα, την κορυφή του χωριού, άφθονο νερό απο τα έλατα, που πότιζε τα ζώα και τους κήπους, τις καρυές και τις μουριές, με τα φύλλα των οποίων έτρεφαν το μεταξοσκώληκα. Τα νερά αυτά χάθηκαν για το χωριό, αφού αναβλύζουν τώρα χαμηλά στου Κάκκαβου την κοίτη. Οι κάτοικοι έκαμαν βέβαια ο,τι μπορούσαν, για να μαζέψουν το ζείδωρο νερό, απο τις λίγες προσιτές πηγές που απέμειναν, μη θέλοντες να πιστέψουν οτι νικήθηκαν απο την ανέλεητη δύναμη της φύσεως. Αλλ΄οι μουριές και τα δέντρα μαράθηκαν σιγά-σιγά, οι κήποι ξεράθηκαν και ψοφούσαν τα ζώα, η φτώχεια δε, η γκρίνια και η απαθλίωση, φώλιασαν στο χωριό και αμαύρωσαν την παλιά αρχοντιά του.

Αλλά οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν αδιαμαρτύρητα, οπως τα δένδρα . Οι άνδρες του χωριού, διωγμένοι απο την αφορία της γης, πήραν τα μάτια τους και έφυγαν στα ξένα, για να κερδίσουν το ψωμί της οικογένειάς των. Στην αρχή τράβηξαν για τη Βλαχιά (Ρουμανία), όπου κατα τη φαντασία μερικών, έτρεχε στους δρόμους «το γάλα και το μέλι». Ξεκινούσαν σε ομάδες (καραβάνια), πεζοί ή καβάλα στα μισοφορτωμένα ζώα τους, διάβαιναν την Σαράνταινα και ακολουθώντας τον παλιό δρόμο των Αιτωλών, έφθαναν, περνώντας το Γαρδίκι και το Δομοκό, στην Τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία. Διέσχιζαν το κάμπο της και μετά, τη Μακεδονία και τη Βουλγαρία και έφθαναν, κάποτε στα πλούσια χώματα του Δούναβη. Εξι μήνες κρατούσε το ταξίδι τους. Οσοι έφθαναν και πετύχαιναν το σκοπό τους, γύριζαν, ύστερα απο χρόνια, στην πατρίδα με αμύθητα πλούτη.

Οι Περιστιάνοι που δεν πρόκοψαν και τόσο στη Βλαχιά, άνοιξαν νωρίς τον δρόμο προς μια άλλη υπερπόντιο «Γη της Επαγγελίας», τη Βόρειο Αμερική. Πρωτοπόροι σ’αυτή την κίνηση υπήρξαν ο Χατζηνικολάου, ο επιλεγόμενος γιατρός, ο Κομματάς, ο Ταρκαζίκης, ο Σακελλάρης, ο Ανδρεόπουλος και άλλοι, που ξενιτεύτηκαν μικροί, λίγα χρόνια πριν απο το 1900. Η επιτυχία τους χρησίμευσε σαν καταλύτης στο χωριό και μέσα στα 15 επόμενα χρόνια, μέχρι την αρχή των Βαλκανικών Πολέμων, η προς την Αμερική μετανάστευση των νέων της Περίστας πήρε τη μορφή βιβλικής εξόδου. Παιδιά δώδεκα χρονών, άφηναν τα θρανία τους, και μεσόκοποι πενηντάχρονοι,άφηναν την οικογένεια και την περιουσία τους και έφευγαν, απροετοίμαστοι και χρεωμένοι, προς την άγνωστη και μακρινή χρυσοφόρο Αμερική, στην οποία εναπόθεταν την πάσα ελπίδα των.

Οι περισσότεροι πρόκοψαν περίτρανα, αλλά λίγοι αφανίσθηκαν, στο τιτάνιο και άνισο αυτόν αγώνα προς το τέρας της ξενιτιάς. Στο χωριό δεν έμειναν παρά οι γυναίκες, οι πολύ ηλικιωμένοι, τα νήπια και τα παιδιά του Δημοτικού Σχολείου. Και όπως άρχισε να ρέει προς τα εκεί ο πακτωλός των δολαρίων, το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων καλυτέρευσε αισθητά, κοινοτικά έργα, όπως η Εκκλησία, το Σχολείο και οι δρόμοι, άρχισαν να φυτρώνουν το ενα κατόπιν του άλλου, αλλά τα κτήματα και οι στάνες ρήμαξαν και η παλιά οικιακή χειροτεχνία ξεχάστηκε ολότελα.

Δυο μόνο άνδρες και αυτοί ρασοφόροι, έμειναν μονίμως στο χωριό. Πρώτος ήταν ο δυναμικός και πολύξερος Παπανικόλας, για τον οποίο μιλήσαμε παραπάνω και δεύτερος ο καλόγερος Δανιήλ, με το βιβλικό του παράστημα και τον απόκοσμο, σαν του προφήτου Ησαϊα, στοχαστικό του λόγο. Πολύ απογοητευμένος απο τα εγκόσμια, ο Δανιήλ (Δημήτριος Θανασούλις), καλογέρεψε νωρίς και ασκήττεψε επί χρόνια σ' ενα ερημικό κελί, κοντά στο Πυργούλι , οπου αφιερώθηκε στο Θεο και στη φύση. Μόνος του εξωράϊσε το γύρω τοπίο, μάζεψε το νερό μιας κρυφής πηγής, φύτεψε δέντρα, άγρια και οπωροφόρα, κι έκτισε τέλος το χαριτωμένο ξωκλήσι του Αη-Λιά, μ’ ένα εικόνισμα προσκυνητάρι, στο δρόμο προς τον Πλάτανο.

Ο αμαξωτός αυτός δρομος, απ' την Γιώνα προς το Ζυγό, έγινε στα 1909, με δολάρια που ήλθαν απο τους ξενιτευμένους της Αμερικής, αλλ’ έμεινε ως το τέλος παρθένος, χωρίς ποτέ να τον αυλακώσει ρόδα τροχοφόρου, αφού δεν είχε αρχή, ούτε τέλος προς το οδικό δίκτυο της χώρας.

Εκει στην πέρα άκρη του δρόμου, το ζυγό, ο καλόγερος Δανιήλ, επανέλαβε αργότερα την ίδια δουλειά, ανακαίνισε δηλαδή το ξωκλήσι της Αγίας Σωτήρας (Μεταμόρφωση του Σωτήρος), έβγαλε νερό απο τα σπλάχνα της γης, φύτεψε εκατοντάδες δένδρα και έχτισε χάνι-ξενώνα, για τους διαβάτες και τους προσκυνητές, που ανέκαθεν μαζεύονται εκεί απ’ όλα τα γύρω χωριά, για να τιμήσουν το πατροπαράδοτο πανηγύρι της 6 ης Αυγούστου. Μόνος του, με κανενός τη βοήθεια, αλλά με πίστη προς το Θεο και ανεξάντλητη αγάπη προς τη φύση και τον άνθρωπο, ο καλόγερος Δανιήλ, με ανείπωτο μόχθο μισού αιώνος, ομόρφυνε τη φύση και καλυτέρεψε τους συνανθρώπους του. Αν και σε βαθύ γήρας, η ακτινοβολία της ψυχής του θα φώτιζε ίσως ακόμα τα χωριά μας, αλλά κατά τους τελευταίους σπασμούς του απαίσιου συμμοριτοπολέμου (1948), ενας όλμος του έκοψε απότομα το νήμα της ζωής του και ορφάνεψε τον τόπο απο τη γόνιμη σκέπη του

Φθάνουμε ετσι στα τωρινά χρόνια, όπου συντελέίτε η δεύτερη και πιθανόν, η τελειωτική φάση της απογυμνώσεως του χωριού. Τώρα φεύγουν όχι μόνον οι νέοι καί οι άνδρες, αλλ' ολόκληρες οικογένειες και πορεύονται άλλοι πρις τις πόλεις της Ελλάδος και άλλοι προς την Αμερική ή την Αυτραλία. Και τι απομένει στην Περίστα? Μένουν ακόμα τα 200 καλοχτισμένα και ψηλά σαν κάστρα σπίτια, αλλά τα περισσότερα ακατοίκητα και μανταλωμένα, που σιγολιώνουν και φθείρονται, όρθια απ' τα πρωτοβρόχια και τα στοιβαχτά χιόνια που ακολουθούν. Σπάνια να δεί κανείς καμινάδα να καπνίζει τον χειμώνα.

Απομεινάρια των εφεστίων θεοτήτων της αρχαιότητας, λίγες γερόντισσες αρνούνται να εγκαταλείψουν το προγονικό τους σπίτι και μένουν εκεί μονάχες, μακριά από τα παιδιά και τα εγγόνια τους, προσδοκώντας με εγκαρτέρεση να ταφούν, κάποια μέρα, πλάϊ στο μνήμα της μητέρας των.

Ερημα τα λιθόστρωτα σοκάκια, και στο πλατύ χοροστάσι, δεν ακούγονται πιά τα θορυβώδη παιγνίδια των παιδιών ή τα παλιά ξεφαντώματα της νεολαίας. Πάνω όμως από την πλατεία, στέκεται ασάλευτο το ιστορικό ναϊδριο του Αη-Θανάση, με τις παλιές βυζαντινού τύπου εικόνες και το περίφημο ξυλόγλυπτο τέμπλο, έργο του ιη' αιώνα!!!. Δρ. Βασίλειος Γ. Βαλαώρας Από το βιβλίο " ο Γιατρός του χωριού"

----------------------------------------------------------------- * ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ

Η χωριατιά Τι είμαστ’ εμείς η χωριατιά, τ’ είμαστ’ εμείς οι βλάχοι; Ανθρωποι κακοτράχαλοι, στοιχειά, τσακάλια, λύκοι. Τη φτώχεια και τον πόνο μας σηκώνουμε μονάχοι Γι’ αυτο η ζωή μας προίκισε με μια καρδιά τσιλίκι. Αρρώστιες, γύμνιες, λιμικές, έγνοιες, καημοί και ζάλες Απάνω μας πεζεύουνε κι ο χάροντας μας δρέπει. κ’ είναι τα ντέρτια μας βαριά, κ’ οι κλάψες μας μεγάλες π’ ούτε Θεός σπλαχνίζεται, κι ούτε Νομάρχης βλέπει. Θ.Παπαθ/πουλος.

Η Περίστα, καμιά διακοσαριά σπίτια, είναι σκαρφαλωμένη σε μια αρκετά απότομη πλαγιά του Ξηροβουνιού ενός ψηλού και πλατύστερνου βουνού που έχει στα Νώτα του την Ανατολή κι αντίκρυτά του, μα πολύ δυσμικά, τους βαθυπράσινους αχάτες της Πατρινής θαλάσσιας απλωσιάς. Ανήκει στη περιοχή που από τα χρόνια της Ρωμαϊκής κατάκτησης ονομάζεται Κράβαρα γιά τα πολλά θεόρατα, αλού γυμνά κι αλλού πυκνόφυτα βουνοτόπια της. «Gravus» στα Λατινικά σημαίνη βαρύς, ασήκοτος, απόκρημνος.

Ψηλά βουνά την περιζώνουν την Περίστα. Βουνά που ανάθρεψαν την κλεφτουριά και κούνησαν στις ελατοσκέπαστες κούνιες τους το Εικοσιένα. Στα ανατολικά το Ξηροβούνι καθώς είπα, βουνό γεροκόκαλο με ξάρια (κατάγυμνη) τη μακρόστενη κορμωστασιά του. Μα στις παρακατιανές σταχτοκόκκινες μαγούλες του ειναι κατάφυτο με κέδρα, έλατα, μήλους, σφεντάμια, μελίδια, πουρνάρια, πλατάνια, φτέρες κι ενα σωρό άλλα είδη δέντρων. Ομως πέρα απο όλα ετούτα τα κορμωμένα βαθιόριζα σημαδιακά δέντρα, ένα τόσο δα φυτό, περιζήτητο από τον άνθρωπο, αποτελεί το σήμα κατατεθέν του: το τσάϊ. Το Μάη ανθίζει και τον Ιούνιο είναι ώριμο για κόψιμο. Επειτα, απο τον ένα στον άλλο, μπαίνη σε ολα τα σπίτια σαν αναντικατάστατο γιατρικό για όλες τις ασθένειες.

Μα και οι νεροπηγιές του Ξηροβουνιού, πλούσιες και δυνατές, διακλαδίζουν, τις διασταυρώνουν σε ολόκληρη την έκταση του βουνού. Κάθε εκατό μέτρα κι άμπλας δροσερού νερού, κάθε διακόσια και χοχλακιστό κεφαλόβρυσο. Στα χαμηλώματα οι ανάβρες δεν έχουν μετρημό. Πίσω απο κάθε βραχάκι κι ενα παρήγορο νότισμα από ξεμυαλισμένη νεροσυρμή. Κατά τη δύση υψώνεται το γυμνό, βασανισμένο απο τις χιονούρες και τις ανεμικές, κούτελο του Ψώριαρη. Συλλογισμένο βουνό, γεμάτο εγκαρτέρηση και ηρεμία. Οι χαμηλότερες, σαν αυγά, ραχούλες της Αγιασωτήρας το συνδέουν με το Ξηροβούνι. Τον είπαν Ψώριαρη γιατί είναι φτωχό βουνό. Δεν έχει δέντρα να κρύψουν το σαραντοπληγιασμένο του κορμί και τις κακοπαθημένες του κοκάλες. Μα είναι όμορφο βουνό, με στρωτή κοψιά και καλοδέχεται πάντοτε τον επισκέπτη δίχως να γυρεύει να τον κατατσακίσει στα βράχια του.

Το μόνο άσχημο που άχει είναι τ'ονομά του. Τάχα ποιός σκουντούφλης νουνός να του το κόλλησε; Παρατσούκλι στην αρχή που κατάντησε με τον καιρό παραγκώμι. Εξόν απο τη φτώχια του πως δεν είδε την ομορφάδα και την προσήνεια του ο ευλογημένος; Τι να πει κανείς για χρόνια που περισσεύει η κακοψυχία του ανθρώπου. Στους παλιότερους καιρούς σκαρφάλωναν τον Ψώριαρη κάποιοι Θεόφτωχοι ξωμάχοι να καλλιεργίσουν τις κορφινές ρυτίδες του, τις μόνες όπου καταλάγιαζεν η πέτρα και πλήθαινε το χώμα, στέρφο κι αυτό και δίχως όρεξη ζωής μέσα. Αδικος κόπος, σε τόσο μεγάλο ψήλωμα κανένας σπόρος δεν προχωρούσε παραμέσα. Ολοι τους σάπιζαν στις πετραδερές αυλακωσιές ή έθρεφαν τ’αγριοπούλια του Ζυγού της Αγιασωτήρας. Βαρέθηκαν οι σποράδες, είπαν Θεού θέλημα είναι να ξενιτευτούμε στη Βλαχιά ή στην Αμέρικα. Κι έχτισαν στο διάσελο ενα καλυβάκι που το αφιέρωσαν στον λησμονημένο θαλασσινό, τον προφήτη Ηλία, και κατηφόρισαν δίχως να τους απολείπει η αισιοδοξία. Τώρα θάπιαναν τις θάλασσες που εκείνος απαρνήθηκε, κι όπου τους έβγαζε η ζωή.

Συνεχούμενο με τον Ψώριαρη, όμως πιό χαμηλόκορφο, το βουνό του Πέρκου, έχει τη δική του ομορφάδα καθώς στέκεται καταπράσινο κι αλαφροκρατεί σαν τρυφερή μητέρα ανάμεσα στα δυό του αντικρυστά ρεματάκια τα λιγοστά, όμως καλοστεκούμενα αν και παλαιικά σπιτόπουλα του χωριού αυτού. Την κοινότητα του Πέρκου από την άλλη της Περίστας τη χωρίζει ενα δυνατό στους χειμωνιάτικους μήνες ρέμα που οι ντόπιοι τ' ονοματίζουν Κάκκαβο. Στο μεγάλο αυτό ρέμα, χύνονται τα μικρότερα που αυλακώνουν στις κακοκαιρίες τις χωματερές πλαγιές και τα σκληρά κατσάβραχα. Οι γεναριάτικες ιδιαίτερα κατεβασιές του Κάκκαβου είναι τόσο πολύβουες, καθώς παρασέρνουν στο διάβα τους ξεριζωμένα κλαριά και τρόχαλα βράχων, που θυμίζουνε δαιμονισμένο θόρυβο γύφτικων χαλκωματένιων κακκαβιών που κουτουλάνε ματαξύ τους. Το μεγάλο αυτό ρέμα, με τη σειρά του χύνει τα θολά νερά του στο Φίδαρη, το ποτάμι που κυλά εκεί κοντά, χωρίζωντας την επαρχία Ναυπακτίας από τις άλλες Αιτωλικές επαρχίες.

Στα βορινά της Περίστας και πάνω απο την μακρόστενη κοίτη του ποταμού Φίδαρη, σηκώνει σε ψήλος κοντά δύο χιλιάδων μέτρων το μελετημένο και στεριωμένο απο θεοτικούς, θαρρείς, αρχιμαστόρους αέτωμά του ο Ανινος, ένα βουνό κατάγυμνο στο κεντρικό μέρος του, πλασμένο απο γυαλιστερό σκουρογάλαζο γρανίτη. Στα πόδια του βουνού κάμποσες σπηλιές και σπηλιαράκια, φυλάνε ίσως μερικά απο τα μυστικά των πρωτανθρώπων. Βαθιές, ολοσκότεινες, απρόσφορες στην εξερεύνηση οι αρκουδοσπηλιές αυτές, καθώς τις λένε οι ντόπιοι, ίδια στόματα άδη, στέκονται εκεί από αιώνες κι αφουγκράζωνται το χειμωνιάτικο μουγκρητό η το καλοκαιρινό κελάρυσμα του Ευήνου, όπως ονοματίζουν οι γραμματιζούμενοι τον Φίδαρη.

Το ποτάμι τούτο που έχει τις κεφαλοπηγές του στα ελατοσκέπαστα Βαρδούσια, ύστερα από επιδέξια φιδίσια θάλεγες κλωθογυρίσματα που κράτη σαν πολλούς αιώνες για ν' ανοίξουν δρόμο κάμποσων χιλιομέτρων, χύνεται στην πλατωσιά του Μεσολογγίου, λιγοστεύοντας διαρκώς τη ρηχή λιμνοθάλασσά του.

Τα βορινά σύνορα της Περίστας τα βρέχει το ποτάμι τούτο. Και καθώς τα νερά του, είτε ήσυχα είτε αγριεμένα δεν καταφέρνουν να ξεκόψουν ούτε ενα νυχάκι απο τη μονοκόμματη ατσαλόπετρα του Ανίνου, στις ώρες τις φουσκονεριάς ξεχύνονται ασυγκράτητα κατά τον όχτο της Περίστας, καταστρέφοντας και επιχωματώνοντας μικρές ομαλίες, τις λογκές, που γίνονται πολύ αποδοτικές στην καλλιέργεια και αρκετά χρήσιμες στην κτηνοτροφία.

Ο Φίδαρης είναι ενα πολύ όμορφο ποτάμι. Η κοίτη του άλλού στενή, ένας πήδος απόσταση, κι αλλού πλατύτερη, στεφανώνεται στο μεγαλύτερο μακρός της απο λογής δέντρα. Ομως το δέντρο που ξεχωρίζει κι ορίζει κυριαρχικά με το δικό του λυρικό τρόπο το τοπίο, είναι το πλατάνι με τη βαθυπράσινη παλαμωτή φυλλωσιά του, κατοικητήριο πουλιών μα και ζουλαπιών που φωλιάζουν στη συχνά κουφαλιασμένη πολυκαιρίτικη κορμοστασιά του. Τα πλατάνια όμως αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν για αιώνες γιατί είναι ριζιμιά. Αλλιώς θα τάχαν σαρώσει οι κατεβασιές, όπως σαρώνονται κάθε χρονιά με το έμπα του Νοέμβρη τα λυγερόκορμα βλασταρούδια δέντρων που δεν καταφέρνουν ποτέ τους ούτε να χρονιάσουν.»

Χειμώνα καλωσόρισες στ’ απάτητα βουνά μου. Με βρήκες με τα κούτσουρα στο παραγώνι ανάρια με τα κασόνια ολόγιομα απ’ τα πολλά καλά μου και με τα μπρούσικα κρασιά κλειστά στα γιοματάρια. Σύρε, γυναίκα, βάλε μου στην κούπα κοκκινέλι Και γύρε να πλαγιάσουμε σιμά στο παραγώνι. Μη γνοιάζεσαι για τίποτα και δράμι μη σε μέλει. Καλά που κάνει παγωνιά, καλά που ρίχνει χιόνι. Θ.Παπαθ/πουλος


Εδώ πρέπει να κλείσω τη λυρική τούτη τοπιογραφία της Περίστας, που προέρχεται απο το πεζογράφημά μου «Η Πλατεία», γιατί ο λυρισμός σπάνια φέρνει σε καλά αποτελέσματα την κυριολεκτούσα ιστορία. Και συνεχίζω με τον τρόπο που αρμόζει στην περίσταση, παραθέτοντας κάπιοα γεωγραφικά στοιχεία της τοπιογραφίας αυτής.

Η πλατείατου χωριού εχει υψώμετρο 850 μ. Το Ξηροβούνι 1.575, τα Ανω Μελόκεδρα 1.384, ο Ψώριαρης 1.404, η Αγιασωτήρα 1.120, ο Αϊ-Λιάς 1.000, ο Ανινος 1.703 που οι υπώρειες του βρέχωνται στα νερά του Εύηνου ποταμού , τα Αραποκέφαλα στα ΒΔ 1.716, η Σαράνταινα στα ΒΑ 1.610, ο Καρφοπεταλιάς 1.500. Αλλα ψηλά βουνά στον τέος Δήμο Προσχίου, οπου ευρίσκεται και η Περίστα, είναι ο Αλωνάκης 1.422 (στους πρόποδές του είναι χτισμένος ο Πλάτανος), το Αρδίνι 1.703. Στην Αποδοτία η Παπαδιά 1.714, στους πρόποδες της οποίας είναι χτισμένη η Λομποτινά (Ανω Χώρα). Εκεί κοντά βρίσκεται και το ελατοσκέπαστο Τρίκορφο 1.736 μ.

Ο ποταμός Εύηνος πηγάζει απο τις ΒΔ υπωρείες των Βαρδουσιών και χύνεται στον κόλπο της Πάτρας. Στο ποτάμι αυτό που ορίζει την Κοινότητα Περίστας προς Β. Καταλήγουν οι χείμαροι της Βρώστιανης, του Στηλιορέματος, του Κάκκαβου ανάμεσα Πέρκου και Περίστας, της Καστανιάς, η Σκοτεινή της Πέλιστας, το μέγα ρέμα της Κλεπάς, ο Κάκκαβος της Σινίστας, ο Κάκκαβος απο τα Κουτουλίστια κι ο Βοτσαΐτικος Κάκκαβος.

Το έδαφος της Περίστας είναι επικλινές και συγκρατείτε με πεζούλια και μάντρες. Οι μάντρες κρατούν το χώμα, που σαν ισοπεδωθεί δημιουργούνται οι «ζαγάδες» όπου γίνεται η καλλιέργεια. Στις άκρες απο τις ζαγάδες βρίσκονται σωροί από πέτρες και χαλίκια που τις έριξαν εκεί οι σκαφτιάδες για να διευκολύνονται στην καλλιέργεια. Οι σωροί αυτοί λέγονται χαλιάδες. Το χώμα κλίνει προς το κόκκινο. Τα πετρώματα του εδάφους είναι διάφορης γεωλογικής σύστασης.

Σε πολλά σημεία της περιοχής υπάρχουν μεγάλες και ανεξερεύνητες σπηλιές, κατοικία και ενδιαίτημα των μακρυνών μας προγόνων. Η έκταση της Κοινότητας Περίστας είναι γύρο στις δώδεκα χιλιάδες σρέμματα. Το έδαφος είναι φτωχό και η παραγωγή χαμηλή. Οι νέοι παίρνουν νωρίς τα μάτια τους και φεύγουν για τα ξένα. Η φυγή είναι μια ανοιχτή πληγή για το χωριό.

Η Περίστα είναι χτισμένη στα πόδια του Ξηροβουνιού αμφιθεατρικά. Πάνω απο το χωριό βρίσκεται το δάσος γεμάτο απο μια ποικιλία δέντρων και αρκετές καλές βοσκές για τα γιδοπρόβατα. Ο χώρος αυτός έπρεπε να προστατευθεί για να μην κινδυνέψει το χωριό απο τη διάβρωση του κατηφορικού εδάφους πάνω στο οποίο έχουν ριζώσει τα πολλά σπίτια του. Και προστατεύθηκε, αλλά με πολλούς κόπους και θυσίες Περιστιάνων, προπαντός των προηγουμένων γενεών. -----------------------------------------------------------------------------

ΟΙ ΒΡΥΣΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ Γράφοντας για τις βρύσες της υπαίθρου ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης θα κάνει τις παρακάτω ορθές παρατηρήσεις, που διατηρούν την ισχύ τους και για τις βρύσες της Περίστας: " Οι βρύσες οι ελληνικές με συγκινούν από δυό απόψεις: αισθητικά επειδή παρουσιάζουν κάτι ανάμεσα σε μικρογραφία αρχαίου ναού και σε εικονοστάσι της υπαίθρου, και από την άλλη μεριά, επειδή σ' αυτές η αισθητική ανάγκη συνυφαίνεται αξεχώριστα με τη χρήσιμη λειτουργία. Μεταφορικά πάλι, επειδή η έννοια του καθαρού νερού που εξαγνίζει και αναπαύει, αποτελεί μιά προέκταση της ποιητικής φωνής όπως την αντιλαμβάνομαι και όπως τη δίδαξε ο Σολωμός" (Περ. Ποίηση, Άνοιξη 1995, αριθ. 5).

Μέσα στο ίδιο κλίμα ιερότητας και της υγείας υψώνουν το σεμνό ανάστημά τους και οι λιθόκτιστες βρύσες της Περίστας, με φόντο την πλούσια πρασινάδα των δέντρων και τη γλαυκότητα του ουρανού.

Κι αρχίζουμε από την αρχαία πηγή του Αγίου Αθανασίου, που δροσίζει για αιώνες τους κατοίκους του κεντρικού μαχαλά. Στη δεκαετία του 1920 η Περίστα γνώρισε αληθινόν οικοδομικό οργασμό. Τα υπολείμματα των σπιτιών του περασμένου αιώνα, που ήταν και ο αιώνας της Μεγάλης Επανάστασης για την Ανεξαρτησία, έδιναν σταδιακά τη θέση τους στις μοντέρνες νέες κατασκευές.


Οι προοδευτικοί Περιστιάνοι δεν θέλησαν ν' αφήσουν έξω από την αναδημιουργία του χωριού τους και τα δημόσια κτίρια. Κι άρχισαν από τις βρύσες και μάλιστα από την μεγαλύτερη βρύση του χωριού που πήρε το όνομα του αγίου της διπλανής εκκλησίας, του αγίου Αθανασίου,

η κατασκευή του θολωτού κτιρίου της οποίας αποφασίστηκε το 1922, πάνω σε σχέδιο του Κώστα Β. Καγκάνη. Πρωτοστάτησαν οι Κ. Καγκάνης και Αθαν. Ι. Βαλαώρας. Ο Κ. Καγκάνης συγκέντρωσε τα χρήματα από τους Περιστιάνους μετανάστες στην Αμερική και ο καλαίσθητος Αθ. Βαλαώρας ανέλαβε την τεχνική επίβλεψη του έργου, που οικοδόμησαν Ηπειρώτες μαστόροι. Στην Αμερική συγκεντρώθηκαν δολάρια ισάξια 36.000 δραχμών που στάλθηκαν στον Αθ. Βαλαώρα. Το 1924 ο Βαλαώρας με τη συμπαράσταση των Γεωργίου Ελευθερίου Καγκάνη και Ιωάννου Κ. Ντίνη προχώρησαν στην εκτέλεση του έργου. Αρχιμάστορας ο Ηπειρώτης λαϊκός εμπειροτέχνης Γεώργιος Ι. Χίτας. Ο μάστορας αυτός, καθώς και ο γιός του Γιάννης αργότερα, έχτισαν πολλά από τα νέα σπίτια της Περίστας. Τους μαστόρους τροφοδοτούσαν οι κάτοικοι δωρεάν. Τις πέτρες τις έφερναν πάνω σε ξυλοκρέβατα οι χωριανοί, χωρίς αμοιβή, από τη θέση Πόρσια και Κιχροχώραφο. Η Βρύση αυτή με τον αρμονισμένο θόλο από πορόλιθο, τις πελεκιτές αραβκές παραθύρες, τις εντυπωσιακές καμάρες, τις δυο ευρύχωρες πέτρινες χούφτες, αποτελεί λαμπρό μνημείο της λαϊκής αρχιτεκτονικής. Στη μπροστινή μετώπη, πάνω αριστερά υπάρχει εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα με την επιγραφή: "1924 ΔΑΠΑΝΗ ΟΜΑΔΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΩΝ ΑΠΟΔΗΜΟΥΝΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΗΝ". Εκείνο το λόγιο "Περιστέων" αντί Περιστιάνων εντυπωσιάζει.

Όμως το χωριό έχει κι άλλες λιθόκτιστες βρύσες, όχι λαμπρές όπως η βρύση του άι-Θανάση, όμως καλοχτισμένες με ντόπια πέτρα και πολύ χρήσιμες στους κατοίκους, ακόμα και τώρα που το χωριό απόχτησε υδραγωγείο.

ΟΙ βρύσες αυτές είναι: Το ΠΕΡΙΒΟΛΙ στον Πέρα Μαχαλά με την μεγάλη παραδοσιακή γούρνα μπροστά του.

Η ΒΡΥΣΟΥΛΑ στη Πέρα αγορά που χύνει τα νερά της στο ρέμα της Μιγκοβασίλως.

Η ΚΩΣΤΑΙΙΚΗ βρύση στη Μεσαριά που πρωτόχτισαν στα μέσα περίπου του περασμένου αιώνα οι Κωσταίοι, μια οικογένεια που προκαλούσε αναστατώσεις στο χωριό, και μετά το 1830 εξαφανίστηκε εντελώς.


Την Κωσταίικη βρύση την εξωράϊσαν κατά καιρούς οι σύλλογοι Περιστιάνων Αμερικής και Ελλάδας. Πάνω από τις δυο πέτρινες χούφτες υπάρχει η εξής επιγραφή σε μαρμάρινη πλάκα: "ΔΑΠΑΝΗ ΤΩΝ ΕΝ ΑΜΕΡΙΚΗ ΠΕΡΙΣΤΙΑΝΩΝ 1927"

ΚΕΦΑΛΑΡΗΣ η συμπαθητική αυτή βρύση στον Πάνω Μαχαλά με το κρυστάλλινο νερό γκρεμίστηκε στη μεγάλη κατολίσθηση του Φλεβάρη του 1963. Η κατολίσθηση αυτή έγινε αιτία να καταστραφεί, από ανθρώπινα χέρια, η ψηλή εντυπωσιακή κοτρόνα του Προφήτη Ηλία, που η φήμη της είχε απλωθεί σ' όλη τη Ναυπακτία. Πολλοί είχαν φοβηθεί τότε πως η ριζιμιά αυτή κοτρόνα (από τσουμπρολίθαρο -σπυρωτή πέτρα) θα κατρακυλούσε και θα σύντριβε τα σπίτια που θα συναντούσε μπροστάτης, κι όχι μόνον αυτά. Έτσι μια γραφικότητα της Περίστας έπαψε να υπάρχει.

ΚΑΛΗ ΚΡΑΝΙΑ Μαχαλάς στο Νοτιότερο μέρος του Χωριού.

Η ΑΡΑΧΩΒΙΤΗ ΒΡΥΣΗ το έτος 1963 χτίστηκε, μετά το Σταυρούλι, στο δρόμο προς άγιο Δημήτριο και Αράχωβα η Αραχωβίτη βρύση. Η εντοιχισμένη πλάκα αναφέρει: "ΔΑΠΑΝΗ ΗΛΙΑ ΤΣΟΥΓΚΡΑΝΗ ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΥΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΤΣΟΥΓΚΡΑΝΗ 1963" Χτίστης ο Γιάννης Σακέτος. (βλέπε " Photo Gallery")

ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΒΡΥΣΗ ειναι μια πετροπελεκητή βρύση χτίστηκε κοντά στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας, πάνω στο δημόσιο δρόμο προς Πέρκο, με έξοδα των δώδεκα αδελφών -τέκνων Νικολού και Αθηνάς Ράπτη, "ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΘΕΟΔΩΡΟΥ Ν. ΡΑΠΤΗ 1968", όπως αναφέρει η επιγραφή.

Στις εξοχές της Περίστας υπάρχουν πολλές βρύσες που δεν είναι δυνατό να τις αναφέρουμε κάθε μια χωριστά. Εδώ μνημονεύουμε τις πιο γνωστές.

ΣΤΟΥΣ ΚΑΛΑΝΟΥΣ του Ξηροβουνιού, 1300 μέτρα περίπου υψώμετρο, που το χώρο της διαμόρφωσε και φύτεψε πλατάνια ο γιατρός Γ. Μανώλης. Το νερό της κάποτε μεταφερόταν με τσίγκινες και ξύλινες παροχετεύσεις ως τα χωράφια της Πάνω Τούρλας για να τα αρδεύει. Η εγκατάλειψη της καλλιέργειας των χωραφιών αυτών, που παρήγαγαν δημητριακά, άρχισε στο ξεκίνημα του αιώνα και σταδιακά ολοκληρώθηκε τη δεκαετία του 1930. Το χώμα δεν ήταν εύφορο, η άρδευση και η αροτρίωση δύσκολη και το διάφορο μικρό. Τώρα μένουν οι χαμηλές πεζούλες σαν τεκμήρια μιας στερημένης ζωής, που όμως δεν παραδόθηκε στο αντίξοο ρεύμα, αλλά πάλαιψε να κρατηθεί στην επιφάνεια. Όλη αυτή η περιοχή, που τελευταία την διασχίζει αυτοκινητόδρομος, δημιουργεί στον περιπατητή το αίσθημα μιας περήφανης μοναξιάς.

ΤΑ ΛΑΚΟΜΜΑΤΑ στο ίδιο επίπεδο με τους Καλάνους και σε απόσταση χιλίων μέτρων περίπου είναι Τα Λακόμματα με το λίγο νερό, που κάποτε σπέρναν σιτάρι, κήποι με δημητριακά, οπωροφόρα δέντρα με μηλιές, κορομηλιές και κερασιές που τα κεράσια γίνονται στα μέσα Αυγούστου.

ΣΤΟΝ ΕΛΑΤΟ στο δεξιό μέρος του Ξηροβουνιού και στην ίδια περιπου ευθεία με τις δυο παραπάνω πηγές, όπου αρχίζουν τα πολλά έλατα είναι η πηγή Ελατος με αρκετό νερό, όπου στις αρχές του περασμένου αιώνα ήταν χώρος για όσους έπασχαν από φυματίωση.

ΣΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ κάτω ακριβώς από τα έλατα υπήρχαν τα Ντιναίικα περιβόλια που η καλλιέργεια σταμάτησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Τα Νερά από τα καλύτερα του χωριού το 1965 περιμαζευτήκανε και γίνανε ο κύριος προμηθευτής νερού του υδραγωγείου του χωριού μας στη θέση Γκιώνα.

ΚΑΛΑΝΕΤΣΙ εξοχική βρύση, βρίσκεται στα νότια του χωριού, πάνω στον παλιό βατό δρόμο προς Πλάτανο και λέγεται Καλανέτσι, γιατί κι εκεί παλιότερα τοποθετούσαν καλάνους για την παροχέτευση νερού στους γύρω κήπους που καλλιεργούσαν οι χωριανοί. Το νερό αυτό είναι βαρύ και οι οδοιπόροι απόφευγαν να το πίνουν όταν ήταν ιδρωμένοι. Γύρω υπάρχουν πολλά θεόρατα πλατάνια, και το μεγαλύτερο, με ευρύχωρη κουφάλα βρίσκεται κοντά στο νερό. Η παράδοση λέει πως η περιοχή φιλοξενεί νεράϊδες, αλλά και "δαιμονικές συνεργείες". Πολλοί ισχυρίζονται πως τη νύχτα άκουσαν φωνές σκοτωμένων στα χρόνια του εμφυλίου, κι άλλοι πως είδαν να κινούνται σκιές ξωτικών. Ο τόπος θεωρείται στοιχειωμένος, όπως στα περισσότερα εξοχικά νερά στην Ελλάδα, όταν μάλιστα αυτά σκεπάζονται από ψηλά κουφαλερά πλατάνια.

ΠΑΝΩ ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ το καλύτερο νερό του χωριού βρίσκεται στον Πάνω Κεφαλόβρυσο. Είναι καθαρό, χωνευτικό και πάντα δροσερό. Από το νερό αυτό γεμίζει η γούρνα της Παπαντριάς και ποτίζονται όσα κήπια καλλιεργούνται ακόμη με οπωρικά-κηπευτικά. Στην Παπαντριά υπήρχε και αρχαίος οικισμός που έφθανε μέχρι το ρέμα της αγίας Παρασκευής, όπου πιθανότατα ήταν το νεκροταφείο του. Στη δεξιά όχθη του ρέματος αυτού, καθώς κατηφορίζουμε το φαράγγι του για να πάμε στον Κάτω Κεφαλόβρυσο, βρέθηκαν κάποιες αρχαιότητες (κεραμεικά). Το νερό του Πάνω Κεφαλόβρυσου που βρίσκεται σχεδόν επί του σημερινού αμαξιτού δρόμου που οδηγεί στο εξωκλήσι της Παναγιάς, τα παλιότερα, πριν το 1950, χρόνια το πήγαιναν με αυλάκια ως τις "Παναγιές" και πότιζαν τις εκεί αγροτικές ιδιοκτησίες, κυρίως κήπους με οπωροκηπευτικά. Γινόταν κατάλογος με τα ονόματα των δικαιούχων ιδιοκτητών, οι οποίοι πότιζαν με την αράδα, δηλαδή με τη σειρά. Δεν έλλειπαν οι φιλονικίες και οι μικροπαρεξηγήσεις. Στα κτήματα της Πανάς υπήρχαν πολλές ιδιόκτητες γούρνες που λυπάται κανείς σήμερα καθώς τις βλέπει στεγνές με μισογκρεμισμένα τα κυκλικά τοιχώματα. Το νερό στον Πάνω και στον Κάτω Κεφαλόβρυσο ποτίζει πολλά πλατάνια που θέριεψαν και σκιάζουν την περιοχή, δίνοντας στους κουρνιαχτισμένους ανθρώπους των σημερινών πόλεων την αίσθηση της παρθενικής αχάλαγης φύσης. Στις αρχές του 2000 ο χώρος γύρο από το νερό εξωραϊστηκε με έξοδα του δασαρχείου, κατασκευάσθηκε λιθόστρωτη πλατεία με πέτρινους τοίχους, σκαλιστή βρύση με άσπρη πελεκητή πέτρα, ιδανικό μέρος για εκδρομές κάτω απο τα θεόρατα πλατάνια με τον βαθύ ίσκιο τους. (βλέπε" Photo Gallery") Με τα νερά του Κάτω Κεφαλόβρυσου γύριζε τη βαριά του λιθαρένια μυλόπετρα και ο μύλος του Ν. Καγκάνη (Καγκανονικολού) στα πρίν από το 1940 χρόνια. Μετά εγκαταλείφθηκε και θυμίζει το στίχο του δημοτικού τραγουδιού "βρήκα το μύλο χάρβαλο και το νερό κομμένο". Τώρα σώζεται μονάχα η τσίγκινη κάλανη, μισοσάπια κι αυτή και σκουριασμένη. Οι παλαιοί τρόποι οικιακής οικονομίας στα χωριά μας χάθηκαν για πάντα.

Κι άλλες πολλές οι νεροπηγές της Περίστας όπου υπήρξαν κάποτε αληθινοί παράδεισοι κι έθρεψαν για αιώνες τους προγόνους μας, όπως η Ξυλοκούνια, οι Πλατανιάδες, το Πουρί, οι Λούτσες, το Σπιρταταλώνι, οι Μουτσάρες, το Ψηλό Νερό, η Αρτλάκα, το Λαϊνάκι, οι Γούρνες, τα Λιναράκια, η Κεχρινιά, τα Απάν-αμπέλια κ.λπ.

Το 1965 έγινε στη θέση Γκιώνα το πρώτο υδραγωγείο του χωριού. Πρωτοστάτησε ο τότε πρόεδρος της κοινότητας Νίκος Χρ. Βελαώρας και ο κοινοτικός γραμματέας Κώστας Ράπτης. Λίγα χρόνια μετά έγινε το νέο υδραγωγείο, εμπλουτισμένο με νερά που έφεραν από τη θέση Ψηλό Νερό και Πάνω Κεφαλόβρυσο. Αυτό χτίστηκε πάνω από το χωριό στη θέση γούρνες. Αλλά το πρόβλημα της λειψυδρίας δεν λύθηκε για τους θερινούς μήνες, παρά τους ποταμούς υδάτων που περνούνε στα υπόγεια στρώματα του χωριού και δημιουργούν κατολισθήσεις. Πρόσφατα το έτος 2000 με έξοδα του Κράτους έγινε αντικατάσταση όλων των αμιαντοσωλήνων του παλαιού πλέον υδραγογείου του 1965 και απομάκρυνε τον κίνδυνο προβλημάτων υγείας. Κατασκευάστηκε νέα μεγαλύτερη δεξαμενή σε ψηλότερο σημείο από την προηγούμενη καλύπτοντας και το πιό ψηλό σπίτι του χωριού. Δεν υπάρχουν πλέον διαρροές και σπασμένα δίκτυα με αποτέλεσμα να υπάρχει επάρκεια νερού ακόμη και τους καλοκαιρινούς μήνες.

Η ΠΕΡΙΣΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

Εδιάβηκα το λόγκο αυγή με κατσικιού πηλάλα για ν' ανεβώ στο διάσελο: να ο κόσμος ο δικός μου! Αφρόχιονο με πότισε κάποια βοσκούλα γάλα κι άλλαξε η πλάση γύρω μου κι ο στοχασμός εντός μου.

Δεξιά μου το ελατόδασο με τη μοσκοδροσιά του ζερβά μου ο κεφαλόβρυσος χωμένος μες στα κρίνα. Γαλαζοπράσινα βουνά ψηλά, κι αλάργα κάτου φοβέρες μαυροσύννεφες οι κουρνιαχτοί σου, Αθήνα.

Ο χρόνος τρέχει σταθερά προς το μέλον, η νέα χιλιετία είνε πιά γεγονός. Κι η Περίστα, το όμορφο χωριό της Ναυπακτίας, παρασύρεται κι αυτή από το χρόνο πρός το μέλον, σ’ένα μέλον όμως αβέβαιο. Την μοίρα της όμως αυτή ακολουθούν όλα τα χωριά της πανέμορφης Ναυπακτίας και όλα τα ορεινά χωριά της πατρίδας μας.

Ενταγμένη πλέον η Περίστα από 1-1-1999 ως Δημοτικό Διαμέρισμα στον νεοσύστατο Δήμο Πλατάνου (άλλοτε Δήμο προσχίου) με το σχέδιο Καποδίστριας εκπροσωπείτε σ΄αυτόν από ένα τριμελές τοπικό συμβούλιο κι έναν Δημοτικό σύμβουλο.

Αισθάνεται όμως όπως και παλιότερα ως κοινότητα, βαρειά στην πλάτη τής τάσεις εγκατάλειψης από τήν πολιτεία, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του τοπικού συμβουλίου και του Δήμου. Η πληθυσμιακή κατάρευση είναι ο βασικότερος λόγος της κατάστασης αυτής. Οι γέροι φεύγουν, οι νέοι δεν έρχονται, παιδιά δεν γεννιούνται. Ούτε όμως και στο άμμεσο μέλλον διαφαίνεται η ελπίδα επιστροφής κάποιων νέων ανθρώπων στην Περίστα, επειδή δεν υπάρχει η απαραίτητη υποδομή.

Εχουμε λοιπόν μια Περίστα δύο χρονοικών περιόδων. Την «μελαγχολική» περίοδο απο 20 Αυγούστου μεχρι 20 Ιούλη και την «χαρούμενη» απο 20 Ιούλη μέχρι 20 Αυγούστου. Την πρώτη περίοδο ο πληθυσμός κυμαίνεται απο 15 μόνιμους κατοίκους περίπου τον Χειμώνα, μεχρι 40 το Φθινόπωρο και την Ανοιξη, με εξαίρεση τις ημέρες του Πάσχα. Την δεύτερη και καλοκαιρινή περίοδο ο πληθυσμός αυξάνεται στους 200 με 300 κατοίκους απο Περιστιάνους που έρχωνται για διακοπές, απο την υπόλοιπη Ελλάδα και το εξωτερικό. Και επικρατεί ζωντάνια, χαρά, τραγούδι και διασκέδαση.

Η απασχόληση των μονίμων κατοίκων κατά κύριο λόγο είναι η κτηνοτροφία και οι οικοδομικές εργασίες. Παράλληλα καλλιεργούνται από μόνιμους και μη διάφορα οπωροκηπευτικά για δική τους χρήση. Εργατικό δυναμικό για την κάλυψη των αναγκών των κατοίκων δεν υπάρχει και για κάποιο διάστημα καλύπτεται απο Αλβανούς λαθρομετανάστες. Λειτουργούν επίσης κάποια καταστήματα, ένα σε ετήσια βάση και 2 η 3 το Καλοκαίρι με δραστηριότητες παντοπωλείου, κρεοπωλείου, ψησταριάς και καφενείου.

Η συγκοινωνία για την εξυπηρέτηση των κατοίκων με Θέρμο και Ναύπακτο είναι προβληματική. Απαραίτητη κρίνεται η ύπαρξη Ι.Χ. αυτοκκινήτου η ταξί.

Η ιατρική κάλυψη επίσης προβληματική παρά την ύπαρξη Αγροτικού ιατρείου στην Περίστα και διορισμένο γιατρό σ' αυτό που ποτέ όμως δεν υπάρχει εκεί Υδρευση ικανοποιητική.

Παρά όμως την αδιαφορία της πολιτείας για τους λίγους ψηφοφόρους, υπάρχουν κάποιοι που ενδιαφέρονται για την Περίστα και πραγματικά την έχουν στην καρδιά τους. Χαίρονται να την βλέπουν να αναπτύσεται, να προκόβει, μα ποιό πολύ νοσταλγούν να βρίσκονται κοντά της. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν είναι οι Περιστιάνοι που μέσα από τα όργανά τους, τον Σύλλογο Περιστιάνων Αμερικής και τον Σύλογο Περιστιάνων Ελλάδος, εδώ και πολλά χρόνια δίνουν αγώνες για την ύπαρξη και ανάπτυξη της, δημιουργώντας, κάνοντας έργα αξιόλογα. Οι Εκκλησίες, το Σχολείο, το Ιατρείο οι δρόμοι, το γήπεδο μπάσκετ, οι βρύσες, είναι έργα δικά τους. Ποτέ δεν μπορούν να φανταστούν ότι κάποια στιγμή οι απόγονοί τους θα διαβάζουν σε ηλεκτρονικές σελίδες και ιστορικά βιβλία οτι κάποτε υπήρχε ένα χωριό που το έλεγαν Περίστα.

Συνεπώς συνεχίζοντας αυτούς τους αγώνες, όλοι μας έχουμε την ηθική υποχρέωση, το αβέβαιο μέλλον της Περίστας να το κάνουμε σίγουρο. Αυτό βέβαια μπορεί να επιτευχθεί με την δραστηριοποίηση όλων των Περιστιάνων, αλλά το βασικότερο στοιχείο είναι η δραστηριοποίηση των νέων μας, μέσα απο τους τομείς νεολαίας που έχουν δημιουργήσει οι Συλλόγοι των Περιστιάνων.

Πρέπει λοιπόν να βάλουμε στην ψυχή των παιδιών μας την Περίστα σαν δεύτερο σπίτι τους. Πρέπει να μάθουμε όλοι μας ότι στον τόπο απ' τον οποίο ξεκινήσαμε κι απλωθήκαμε σε όλον τον κόσμο, εκεί υπάρχουν οι ρίζες μας που μας δίνουν τροφή και μπορούμε να νοσταλγούμε, να ελπίζουμε και να ζούμε. Να μην χαθούμε στην άβυσσο της κοινωνίας, που πάντα είναι έτοιμη να μας κατασπαράξει. Να συνεχίσουμε να ποτίζουμε αυτές τις ρίζες μας. Να ανταμώνουμε όσο πιό συχνά μπορούμε κάτω απ' το Πλατάνι της πλατείας μας. Να κρατάμε την Περίστα ζωντανή. Σύνθημα μας : Οι παλοί Σημαία, καί οι νέοι Μπροστάροιδες.!!! Η ΠΕΡΙΣΤΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΖΗΣΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΖΗΣΕΙ !!!

Μήτσος Πελέκης. Περίστα - Μάρτης 2000 -----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

* ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΣΤΑ "ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΠΟΙΗΤΗΣ"

Αν ήμουν ποιητής, αν είχα τη δύναμη να βάζω τις λέξεις με ρυθμό και μελωδία την μία μετά την άλλη, θα έγραφα ένα ποιήμα. Ένα ποιήμα για την Περίστα. Ένα ποιήμα για την πατρίδα. Θα έβαζα μέσα όλη την αγάπη μου για το μικρό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας όπου μια βροχερή μέρα του Νοέμβρη είδα το φώς της ζωής. Θα εξυμνούσα όλη τη βουνίσια ομορφιά του, τους γεμάτους πέτρες δρόμους του, τα λαγκάδια του, τα ρέματα, τα μικρά και μεγάλα σπίτια του, την πλατεία, την εκκλησία, το σχολείο, τους ανθρώπους του. Θα έγραφα πολλούς στίχους γι'αυτούς τους ανθρώπους, τους γεμάτους καλοσύνη, και κακία, αγάπη και μίσος, χαρά και λύπη, ελπίδα και πόθο. Θα έγραφα για την αγωνιώδη ζωή τους, το μόχθο τους και την πάλη με το άγονο έδαφος, την αισιοδοξία τους για το μέλλον και το δαιμονιώδη πνεύμα τους. Μα δεν είμαι ποιητής και μου είναι αδύνατον να γράψω ένα ποιήμα ικανό να εκφράσει όλα τούτα, μαζί μ'όλα τα αισθήματα που πλημμυρίζουν την καρδιά μου κάθε φορά που η μνήμη μου φτερουγίζει πάνω απο τον ωκεανό και προσεγγίζει την Περίστα. Να μπορώ να κλείσω τα μάτια και να φαντασθώ τα πάντα. Μπορώ να δω το φώς της αυγής ν'απλώνεται δειλά στον Ουρανό καθώς η νύχτα μαζεύει τα φτερά της, και ύστερα τον ήλιο να προβάλει μεγαλοπρεπός στην ανατολή κι έπειτα το χωριό να γεμίζει θόρυβους, φωνές, βελάσματα, γαυγίσματα, κλάματα παιδιών, παράξενα, περίεργα όμορφη, μουσική των βουνών. Συνήθιζα ν'ανάβω τα καντήλια στα κοντινά εξωκλήσια τα καλοκαιρινά απογεύματα. Έπαιρνα το στενό δρομάκι και πήγαινα στο εικόνισμα. Απο εκεί μπορούσα να δω όλοκληρο το χωριό ν'απλώνεται στα πόδια μου και παράξενο ποτέ μου δεν μπορούσα να το εξηγήσω γιατί η μαγεία, η θέα και το απογευματινό αεράκι του βουνού με μάγευε και με καθήλωνε στην ίδια θέση για ώρες. Ίσως ήταν γιατί εκεί, μπορούσα να δω τα όρια της ομορφιάς και της τελειότητας. Μπορούσα να δω τον ήλιο σ'όλη του τη μεγαλοπρέπεια, μπορούσα να δω το ηλιοβασίλεμα, τα ρόδινα σύννεφα στη δύση, το όμορφο κοκκινοπό χρώμα που έπερνε ο ουρανός καθώς ο βασιλιάς ήλιος βυθιζόταν πίσω απο το βουνό. Με καθήλωνε ο ήλιος της πατρίδας. Πατρίδα σαν τον ήλιο σου... Ήλιος αλλού δεν βγαίνει.

New York, Emmy Mavrikis Giannikas

"ΟΔΟΣ ΟΝΟΙΡΩΝ" Στη μέση του χωριού βρίσκεται η πλατεία. Κομψή κι' ευρύχωρη, απλώνεται κοχλικά, γεμίζει ζωή το καλοκαίρι και νέκρα το χειμώνα. Στο κέντρο της ο γέρο-Πλάτανος μετρά τα χρόνια που περνούν και παρακολουθεί τους ανθρώπους να ζούν. Τους βλέπει να γεννιούνται, να μεγαλώνουν και να πεθαίνουν! Βλέπει τις κακίες τους, τις μικρότητές τους, τις ευγενικές πράξεις τους, τις λύπες και τις χαρές τους. Κι' αυτός στέκεται ακίνητος κι' αλύγιστος μεσ' το πέρασμα των χρόνων. Πόσων χρονών είναι αρά γε; Μετά την πλατεία απλώνει το φιδωτό κορμί της η "οδός ονείρων". Παράξενο όνομα για ένα δρόμο! Κανείς δεν την έχει ονομάσει έτσι κι' όμως ο καλύτερος τίτλος, η καλύτερη ονομασία για εκείνον τον δρόμο θάταν αυτή "οδός ονείρων". Για τρείς μήνους κάθε καλοκαίρι γεμίζει κι' αυτός ζωή. Χαρές, γέλια, ελπίδες, όνειρα, απογοητεύσεις. Οι Περιστιάνοι κάνουν τον απογευματινό τους περίπατο πάνω σ' αυτόν τον δρόμο, που φτάνει μέχρι πέρα στο Σταυρούλι. Οι κυράδες τ' απογεύματα στολίζονται και βγαίνουν στη οδό ονείρων. Νέοι, γέροι, παιδιά, κυρίες σημαιοστολισμένες κι' όμορφες δεσποινιδούλες αναπνέουν μ' ευχαρίστηση το βουνίσιο καθαρό αέρα της Περίστας, περπατώντας αργά και σχηματίζωντας διάφορες παρέες. Αλλοι σοβαροί και άλλοι γελώντας διηγούνται ιστορίες ο ένας στον άλλον, κάνουν σχέδια, πλάθουν όνειρα. Γεμίζουν χαρά και ζωή το χωριό... Γεννιούνται και πεθαίνουν αγάπες πάνω σ' αυτόν τον δρόμο. Οι νέοι και οι νέες αλλάζουν χαμόγελα και υποσχέσεις, όνειρα κι' ελπίδες. Κι' έπειτα όταν πέφτει το σκοτάδι όλα ερημώνουν, Ακόμη και η "οδός ονείρων" Δέν υπάρχουν φωνές πιά, γέλια,τραγούδια, παντού νέκρα.... Χειμωνιάτικη παγωνιά

New York, Emmy Mavrikis Giannikas

* ΕΥΗΝΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ ή ΦΙΔΑΡΗΣ Ο Εύηνος ποταμός είναι γνωστός από το πέρασμα του Ηρακλή και της Δηιάνειρας.

Ο Ηρακλής μετά το γάμο του με τη Δηιάνειρα, έμεινε για ένα χρονικό διάστημα στην Καλυδώνα, η οποία βρισκόταν κοντά στον Εύηνο ποταμό. κατά την παραμονή του εδώ, βοήθησε τους Καλυδώνιους στην εκστρατεία τους κατά των Θεσπρωτών. Ο Ηρακλής αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Καλυδώνα εξαιτίας ακούσιου φόνου. Ο Ευρύνομος, στενός συγγενής του Οινέα, έχυσε από απροσεξία νερό που προορίζονταν για το πλύσιμο των ποδιών πάνω στα χέρια του Ηρακλή.


Ο Ηρακλής εξοργίστηκε και τον χτύπησε τόσο δυνατά με τη γροθιά του που εκείνος πέθανε. Ο Οινέας, βασιλιάς της Καλυδώνας και πεθερός του, τον συγχώρεσε για τον ακούσιο φόνο, αλλά ο ήρωας δεν δέχτηκε την συγχώρεση και αυτοεξορίστηκε στην Τραχίνα. Εκεί, ήταν εγκαταστημένος ο Κένταυρος Νέσσος. Ο Ηρακλής εξόντωσε τους συντρόφους του στο άντρο του Φόλου και ο Νέσσος κατόρθωσε να σωθεί και να φθάσει στον Εύηνο.

Εκεί ασχολιόταν με το πέρασμα των οδοιπόρων, έναντι αμοιβής, στην απέναντι όχθη και ισχυριζόταν ότι τάχα οι Θεοί του ανέθεσαν αυτό το έργο. Είναι γνωστή η ελαιογραφία του J. F. Lagrenet, 1755, που φυλάσσεται στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι.

Σ' αυτή την ελαιογραφία ο Κένταυρος Νέσσος, αρπάζοντας τη Δηιάνειρα διασχίζει τον Εύηνο ποταμό, ενώ, από την απέναντι όχθη ο Ηρακλής τον τοξεύει για να υπερασπιστεί τη γυναίκα του.

Πηγάζει από τα σύνορα των νομών Αιτωλοακαρνανίας και Ευρυτανίας και αφού δεχθεί τα νερά πολλών χειμάρρων αλλά και των παραποτάμων του (Κότσαλος, Φιδάκια, Πόριαρης) εκβάλλει στον Πατραϊκό κόλπο, μετά από 113 χλμ., στα Δυτικά του Πέτρινου Όγκου της Βαράσοβας.

Με το πέρασμα των αιώνων ο Εύηνος, με το πλούσιο προσχωματικό του έργο (μαζί με τον Αχελώο) βοήθησαν στη δημιουργία της Λιμνοθάλασσας.

Η παραποτάμια βλάστηση είναι πλούσια από Πλατάνια, Λεύκες, Φράξους, Πικροδάφνες και Λυγαριές.

Στην περιοχή της κοίτης του αναπτύχθηκε μεγάλος πολιτισμός, που τον καταμαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα (Πελασγικοί και Μυκηναϊκοί οικισμοί).

Ο Εύηνος είναι επίσης γνωστός για τα πέτρινα γεφύρια, τις αερογέφυρές του, αλλά και για τους μύλους, τις νεροτριβές και τα μαντάνια του.

Ο Γάλλος περιηγητής Φραγκίσκος Πουκεβίλ, στο "Ταξίδι στην Ελλάδα" αναφέρεται στον Εύηνο: "Στο ένα χιλιόμετρο από κει, πέρασα με τη συνοδεία μου το πρώτο παρακλάδι του Εύηνου ή Φίδαρη. Την εποχή των βροχών είναι φοβερός και θυελλώδης, όπως διαπίστωσα από τις καταστροφές που προκαλεί και τους ογκόλιθους που κατεβάζει, αλλά εκείνη τη στιγμή που τον έβλεπα ο ανώμαλος βυθός του καλύπτονταν μόνο από εξήντα εκατοστά νερού."

Η συγγραφέας μας Ελένη Χωρεάνθη στο "Μεσολόγγι η πολιτεία του νερού" γράφει για το Φιδίσιο ποτάμι: "Ο Εύηνος ακούραστος κουβαλητής, κατέβαζεν ανέκαθεν χώματα και κροκάλες από τα βουνά και τ' άφηνε στο μυχό του κόλπου και με τον καιρό γίνηκαν τα ρηχά κι έπειτα οι στεριές και τα νησόπουλα που τράβηξαν τους ψαράδες και τους Δαλμάτες πειρατές και στέριωσαν την Πολιτεία στο νερό.

Στον Εύηνο υπάρχει επίσης μια πλούσια ιχθυοπανίδα που αποτελείται από Πέστροφες, Χέλια, Γλανίδια, Στροσίδια, Τσερούκλες και Χαμοσούρτηδες.

Το Στροσίδι (Barbus albanicus) είναι ενδημικό ψάρι της Ελλάδας, που βρίσκεται και στα νερά του Εύηνου.

Επίσης ο Χαμοσούρτης (Barbus peloponnesius peloponnesius) είναι ενδημικό υποείδος της Ελλάδας.

Το 1990 βρέθηκε στον Εύηνο, ο Ευηνογωβιός (Knipowitschia panizzae) από τους ιχθυολόγους Ahnelt και Bianco. Αυτή είναι η πρώτη παρατήρηση του είδους στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον καθηγητή Ζωολογίας, του Α.Π.Θ. κ. Π. Οικονομίδη.

Το ψάρι αυτό υπάρχει και στην Ιταλία. Πιστεύουμε ότι πρέπει να γίνουν περαιτέρω έρευνες για να μάθουμε περισσότερα στοιχεία για τον Ευηνογωβιό.

Οι κάτοικοι που βρίσκονται στις όχθες του Εύηνου ψαρεύουν στο ποτάμι, με πολλούς και διάφορους τρόπους: με καλαμωτή, σελπί, αγκίστρια, ψαροβότανα, σπλόϊμο, πυροφάνι, πεζόβολο, απόχη κ.ά.

Στα νερά του Εύηνου, βρίσκουν επίσης καταφύγιο σε ορισμένες περιοχές και οι Βίδρες (Lutra lutra).

Στα στενά φαράγγια του, γυροπετούν σπάνια αρπακτικά πουλιά, ενώ στο Δέλτα του, μπορούμε να δούμε χαραδριόμορφα, γλαρόνια, γλάρους, τσικνιάδες, παπιά (π.χ. πρασινοκέφαλες, κυνηγόπαπιες, κιρκίρια, σφυριχτάρια, σαρσέλες), διάφορα βουτηχτάρια, πελαργούς, νερόκοτες, καλαμοκανάδες, φαλαρίδες κ.ά.

* ΜΑΣ ΠΗΡΑΝ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ



Βγήκα ψηλά στήν Ανδρωνιά Κι αγνάντεψα στο βάθος Είδα τον Εύηνο αδειανό Του φαίνεταν ο πάτος ... Αΐντε καημένε Φίδαρε Τι σούμελε να πάθεις. Να ξεδιψάς τις όμορφες Τα όνειρα να πλάθεις. .... Σαγινευτής των Αθηνών Της Αττικής δροσάστης όντος αλλαξοδρόμησες Παρά τη θελησή σου.... ... Μήπως και σε ρωτήσανε Αν τόθελε η ψυχή σου;... ... Κλάφτε βουνά της Ρούμελης Και του Επάχτου κλάφτε!!! Τον Εύηνο ξεχάστετον, Στα όνειρά σας θάφτε

πλατάνια, παραπόταμα, δένδρα, κισοί και σμέρνα, σας βλέπω μελοθάνατα να τάχετε χαμένα. ... Ζαρκάδια, αγριογούρουνα, Ζώα, Τρανά κοπάδια, της μοίρας σας ήταν γραφτό να πιείτε από πιγάδια. ... Οι πέστροφες του Κάκκαβου λαγοί, πουλιά κι αηδόνια πάνε για τον αφανισμό, Και μάλιστα αιώνια!!! ... Κώστας Ν. Πατιίλης «Περίστα 1995» Copyright© Perista.net 2000 -3

Κώστας Ν. Πατίλης "Οικολόγος"

Τον Κώστα τον χάσαμε πολύ νωρίς από την ανίατη αρρώστια. Μεγάλη απώλεια για το χωριό μας και την περιοχή. Σύντομα θα γράψουμε πιο πολλά για τον σπουδαίο αυτόν άνθρωπο.





116 views0 comments
Post: Blog2_Post
bottom of page